- συκοπερίβολο
- το фиговая роща
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συκοπερίβολο — το, Ν τόπος κατάφυτος με συκιές, συκεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + περιβόλι] … Dictionary of Greek
συκοπερίβολο — το περιβόλι γεμάτο συκιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)